«MANOLIS – καρδιά σε τέσσερις χορδές» μια παράσταση του ΚΘΒΕ για τον Μανώλη Χιώτη
ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΥΛΟ ΛΕΜΟΝΤΖΗ
Πρωτότυπο θεατρικό έργο των: Ιόλης Ανδρεάδη & Άρη Ασπρούλη
Όταν ένας συγγραφέας έχει από πριν δεδομένους τους ηθοποιούς-πρωταγωνιστές, έργο «κατά παραγγελία» που λέμε, είναι σε πολλές περιπτώσεις ένας σημαντικός παράγοντας, που συντελεί τα μέγιστα, στο να προκύψει ένα καλό έργο. Οι αρχαίοι τραγικοί έγραφαν τα έργα τους για συγκεκριμένους ηθοποιούς, το ίδιο κι ο Μολιέρος και ο Σαίξπηρ, αλλά και οι δικοί μας φαρσοκωμωδιογράφοι, επιθεωρησιογράφοι ή βιογράφοι.
Πολύ σπάνια ένα καλό θεατρικό έργο γράφεται με μιας, σ’ οποιοδήποτε είδος κι αν ανήκει. Η θεατρική συγγραφή θέλει παίδεμα, μελέτη, στοχασμό, έρευνα και σκηνική εμπειρία. Ο καλός θεατρικός συγγραφέας, γράφοντας το έργο, ταυτόχρονα πρέπει και να το σκηνοθετεί στο χαρτί και να μην αρκείται σε λόγια που βγαίνουν μέσα από την πλοκή και τη δραματουργική επεξεργασία του έργου. Διαφορετικά, δίνει στον όποιον σκηνοθέτη το δικαίωμα, την ελευθερία να κόψει, να ράψει, να προσθέσει, ν’ αφαιρέσει, για να κάνει αυτό το -αυθαίρετο ουσιαστικά – έργο, μια καλοστημένη ίσως παράσταση, αλλά με «από μηχανής» θεούς, με άσχετους διαλόγους, με αδικαιολόγητα σημεία πλοκής ή με συγκρούσεις, ψυχολογικά άπειρες.
Ανάλογα με το θέμα, ο συγγραφέας πρέπει οπωσδήποτε να «βυθίζεται» σε πολλά και διάφορα βιβλία, ν΄ ανακαλύπτει πηγές, ώστε να προκύψει ένα επαρκές αποτέλεσμα.
Ο πρώτος και ο τελευταίος δραματουργικός κανόνας για ένα σημαντικό θεατρικό έργο είναι: στη διάρκειά του πρέπει οι χαρακτήρες να φτάσουν στο τέλος τους, η παράσταση να είναι η καταλυτική υπαρξιακή σύγκρουση των ηρώων, δηλαδή το αναπόφευκτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, τόσο με τον εαυτό τους, όσο και με τους άλλους.
Στο τέλος, όλα πρέπει να είναι διαφορετικά για τους ήρωες. ΄Η θα λυτρωθούν ή θα καταστραφούν.
Όλο αυτό, ίσως το βρει μερίδα θεατών στο έργο «Μanolis- καρδιά σε τέσσερις χορδές» που έγραψαν οι: Ιόλη Ανδρεάδη και Άρης Ασπρούλης, σκηνοθέτησε η Ιόλη Ανδρεάδη και, ήδη, παρουσιάζεται από το ΚΘΒΕ στη Μονή Λαζαριστών.
Πρόκειται για μουσικοθεατρική παράσταση που αναφέρεται στη ζωή του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη, μέτριου στιχοπλόκου και συμβατικού τραγουδιστή της εποχής του, Μανώλη Χιώτη. Εμβληματική, ωστόσο προσωπικότητα, που κινήθηκε στην γκρίζα ζώνη ανάμεσα στην Ιστορία και στον θρύλο.
Η σκηνοθέτρια γράφει στο σημείωμά της: «Πάνω σ’ ένα μαγικό πάλκο, μέσα σε έναν κόσμο μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, ο Μανώλης Χιώτης και τα κοντινά στη ζωή του πρόσωπα, μιλούν σε πρώτο ενικό. Εξομολογούνται. Όχι φήμες. Όχι ψευδείς ιστορίες. Εξομολογούνται τον πυρήνα του ήθους και του σύμπαντος που αποτέλεσε ο μεγάλος αυτός καλλιτέχνης. Έναν πυρήνα σημαδεμένο από την απώλεια, τον πόνο, τον φθόνο, τη σκληρή δουλειά, αλλά και την επιτυχία, την αναγνώριση, την έμπνευση, τον έρωτα, την τόλμη, την πρωτοπορία, την τιμιότητα και την ανθρωπιά».
Η παράσταση αφηγείται τη ζωή του Μανώλη Χιώτη από τη γέννηση μέχρι το θάνατό του, με κάποιες δραματοποιημένες σκηνές – σταθμούς στην καλλιτεχνική του πορεία, αλλά και στην προσωπική του ζωή, εκεί όπου, ιδιωτικά, κρίνεται η επαφή του ανθρώπου με το θείο και το αν ο κάθε άνθρωπος πήρε και έδωσε εκείνο το μερίδιο αγάπης για το οποίο ήταν προορισμένος.
Με την παρουσία σημαντικών τραγουδιών, όπως «Περασμένες μου αγάπες», «Ηλιοβασιλέματα», «Ο Πασατέμπος», «Το γκαρσόνι», «Σβήσε τη Φλόγα», «Απόψε φίλα με», «Μοιάζεις κι εσύ σαν Θάλασσα» και άλλων μεγάλων επιτυχιών, ένα ανσάμπλ, ευτυχώς, εξαιρετικών ηθοποιών και μουσικών καταδύεται στην ψυχή του παγκόσμιου και αιώνιου Μανώλη Χιώτη.
Στην νέα παραγωγή του ΚΘΒΕ «συνεργάζονται» στη σκηνή πολλές μορφές τέχνης. Υποκριτική, αφήγηση, μουσική, τραγούδι, τεχνολογικά μέσα, εικαστική εγκατάσταση.
Η σκηνοθεσία της κ. Ιόλης Ανδρεάδη ενυπάρχει μέσα στον Λόγο του έργου της, αλλά χωλαίνει στους ρυθμούς. Αργοί, πολύ αργοί, μεγεθύνουν τη διάρκεια της παράστασης, ενώ θα μπορούσαν να συμμαζευτούν. Παράδειγμα, το αφιέρωμα στον θάνατο του πατέρα Χιώτη, τεράστιο και ωραιοποιημένο. Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά γνωρίζανε τι σόι κατώγι – χαμαιτυπείο ήταν η ταβέρνα του και τι δοσοληψίες είχε ο ίδιος. Ναι στο μνημόσυνο, όχι στις μακρόσυρτες αναλήθειες. Μα, αγιοποίηση του βαρύμαγκα Διαμαντή με χρυσά φτερά; ‘Ημαρτον, Κύριε!!
Όσον αφορά την πορεία και τις στάσεις ζωής του καλλιτέχνη, τον οποίο τιμά ο κρατικός φορέας, συναντάμε γεγονότα, διαλόγους, σημεία ακμής και παρακμής πλεγμένα σε μύθους και αλήθειες, που αλιεύτηκαν από γραπτές πηγές αλλά και προφορικές, από συζητήσεις και αφηγήσεις ανθρώπων που τον έζησαν, τον γνώρισαν λίγο έως πολύ, σύντροφοι και φίλοι, συνάδερφοι και ανταγωνιστές του.
Όλα όσα σέρνονται στο διαδίκτυο, για παράδειγμα, είναι αμφιλεγόμενα. Το μεγάλο ζήτημα των τεσσάρων χορδών στο μπουζούκι, σκοντάφτει σε αντικρουόμενες απόψεις. Άλλοι υποστηρίζουν ότι προϋπήρχε πολλά χρόνια πριν την ενασχόληση του Χιώτη μ’ αυτό, αλλά ο Μανώλης Χιώτης του έδωσε νέα διάσταση, πιο ευρωπαϊκή ή έναν λατινογενή χαρακτήρα. Άλλοι πάλι, πιστεύουν ότι είναι δική του πατέντα. Το άξιο επαίνου, όμως, είναι ότι ένας αυτοδίδακτος οργανοπαίχτης κατάφερε να γίνει βιρτουόζος σε πολλά μουσικά όργανα.
Τα κουτούκια- στέκια, τα μεγάλα μαγαζιά, οι περιοδείες του σε Ελλάδα και Αμερική, η εκεί πολυτάραχη ζωή του, οι τρεις γάμοι του και οι πολυάριθμες βραχύβιες σχέσεις του στόλιζαν τον εκ φύσεως ομορφάντρα Μανώλη Χιώτη σ’ όλη τη διάρκεια του σύντομου βίου του.
Τα εισπράττουμε όλα αυτά στη δραματοποίηση μερικών σημαντικών σημείων- καμπών της καριέρας του, ακούμε κι απολαμβάνουμε τις μεγάλες επιτυχίες του, ίσως και να γευόμαστε εκπλήξεις οι παλιοί, οι νέοι, όμως, δε μαθαίνουν τι ακριβώς σήμαινε ρεμπέτης στα προπολεμικά χρόνια και τι περνούσε στον κόσμο το ρεμπέτικο τραγούδι. Σκηνοθετική άποψη.
Μέσα από τις εξαιρετικές ερμηνείες ηθοποιών αλλά και των τραγουδιών και της ζωντανής μουσικής βλέπουμε και ακούμε, αποκλειστικά οι παλιοί που κάνουμε συνειρμούς και φέρνουμε στην επιφάνεια όλα όσα γνωρίζαμε για το ρεμπέτικο, ότι δημιουργήθηκε και εξέφρασε έναν πληθυσμό, που βίαια αναγκάστηκε να αστικοποιηθεί κατά τη διάρκεια μετατροπής της ελληνικής κοινωνίας από αγροτική σε αστική.
Όταν χιλιάδες άνθρωποι συγκεντρώθηκαν σε παράγκες και σε πρόχειρα καταλύματα στα περίχωρα Αθήνας, Πειραιά, Θεσσαλονίκης κλπ., αισθάνθηκαν την ανάγκη να εκφράσουν το νέο τρόπο ζωής τους, τις ανησυχίες τους, ακόμα και την απέχθειά τους προς ένα κράτος που το ένιωθαν εχθρικό, τουλάχιστον.
Ένα μέρος αυτών των δημιουργών είχε σχέση με παράνομες δραστηριότητες, είχε βαθμιαία περάσματα από τον κόσμο της παρανομίας, κάποιοι από αυτούς παρέμειναν μόνιμα στο χώρο αυτό, ενώ άλλοι ξέφυγαν και συνέχισαν τη ζωή τους, διατηρώντας, όμως, δεσμούς με αυτούς τους περιθωριακούς χώρους.
Ο ολοένα αυξανόμενος όγκος της εσωτερικής μετανάστευσης, αλλά και οι πρόσφυγες που προστέθηκαν αργότερα, δημιούργησε ένα πλήθος ανόμοιο σε χαρακτηριστικά, το οποίο αδίκως αποκαλούμε ακόμη και σήμερα, «υπόκοσμο». Ήταν άνεργοι, περιπτωσιακά εργαζόμενοι, μικροαπατεώνες και η πλειοψηφία αυτών εντάχτηκε, κατά κάποιο τρόπο, στο συγκεκριμένο σύστημα.
Το ΚΘΒΕ με αυτή την παραγωγή προσφέρει θέαμα και διασκέδαση, χάρη στην ερμηνεία όλων των ταλαντούχων ηθοποιών και της ζωντανής μουσικής. Ποιον να πρωτοαναφέρω. Τον Χρίστο Στυλιανού, τη Φωτεινή Τιμοθέου, την Ελένη Θυμιοπούλου, τη Δήμητρα Αντωνακούδη ή τον Γιάννη Καραμφίλη;
Τα σκηνικά της Δήμητρας Λιάκουρα, εξυπηρετικά στη δράση. Τα κοστούμια του Νίκου Χαρλαύτη, σημάδια της εποχής. Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα, δημιουργούν ατμόσφαιρα όταν και όπου απαιτεί ο σκηνικός χώρος, τα δρώμενα, το υπόγειο τοπίο, με κορυφαία συμβολή στη σκηνή της έναρξης, όπου βλέπουμε τον Μίκη πίσω από τα κάγκελα φυλακής σε ένα ενσταντανέ, εικαστικής ομορφιάς.
Όλος ο εκλεκτός θίασος συντονισμένος, αποδίδει με φιλότιμο χαρακτήρες και τραγούδια και κοπιάζει να φέρει σε μια ισορροπία την παράσταση που κλυδωνίζεται από πολλές αστοχίες.
Θα πω, πως ένα «αμ’ πώς» και μια βλάχικη φουστανέλα, δεν παριστάνουν έναν Χατζηχρήστο ούτε σε κόμικ, πόσω μάλλον σε παράσταση κρατικού θεάτρου. Ο Χρήστος Μαστρογιαννίδης είναι ένας καλός ηθοποιός, πολύ καλός τραγουδιστής και κρατά το ρεμπέτικο και το αρχοντορεμπέτικο του Χιώτη στο λαρύγγι του με αξιοπρέπεια, αλλά τον αδικεί υπερβολικά ο ρόλος του Χατζηχρήστου. Ασφαλώς θα δεχόταν η αίθουσα τον συμβολισμό και την αναφορά στον μεγάλο κωμικό, αν δεν του φορούσαν φουστανέλα με τα συμπαρομαρτούντα κι αν του αφαιρούσανε τη δήθεν βλάχικη λαλιά.
Το κοινό, πάντως, διασκεδάζει και ανταμείβει τους συντελεστές με δυνατά χειροκροτήματα.
Συντελεστές
Πρωτότυπο θεατρικό έργο: Ιόλη Ανδρεάδη & Άρης Ασπρούλης
Σκηνοθεσία: Ιόλη Ανδρεάδη
Σκηνικά: Δήμητρα Λιάκουρα
Κοστούμια: Νίκος Χαρλαύτης
Επιστημονικός Συνεργάτης: Δημήτρης Μανιάτης
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Φωτεινή Τιμοθέου
Βοηθός σκηνογράφου: Νάντια Κασσάρα
Βοηθός φωτίστριας: Ιφιγένεια Γιαννιού
Οργάνωση παραγωγής: Μαριλύ Βεντούρη
Φωτογραφίες: MikeRafail | Thatlongblackcloud
*βοηθός σκηνοθέτη στο πλαίσιο πρακτικής άσκησης: Βερόνικα Λεβεντοπούλου
Διανομή (με αλφαβητική σειρά):
Δήμητρα Αντωνακούδη (Μαίρη Λίντα), Ελένη Θυμιοπούλου (Ζωή Νάχη, GraceKelly), Γιάννης Καραμφίλης (Μανώλης Χιώτης), Χρήστος Μαστρογιαννίδης (Μουσικός, Κώστας Χατζηχρήστος), Ηλίας Μπερμπέρης (Ενωμοτάρχης, Τραγουδιστής), Χρίστος Στυλιανού (νέος Μανώλης), Γιώργος Σφυρίδης (Μίκης Θεοδωράκης, Πατέρας Χιώτη), Φωτεινή Τιμοθέου (Μαρία Χιώτη, Μαρία Κάλλας), Μανώλης Φουντούλης (Φονιάς, Βασίλης Τσιτσάνης)
Έκτακτη αντικατάσταση: Λευτέρης Αγγελάκης, Θεοδώρα Λούκας
Μουσικοί:
Παύλος Παφρανίδης (Μουσική Επιμέλεια- Διδασκαλία, Μπουζούκι), Κατερίνα Σεγκούνα-Πλιόγκου (Βιολοντσέλο), Σταύρος Κρομμύδας (Κιθάρα), Βαγγέλης Καλαμάρας (Ντραμς, Κρουστά), Σπύρος Μελισσανίδης (Ακορντεόν)
ΠΑΥΛΟΣ ΛΕΜΟΝΤΖΗΣ